-
1 σαρόω
A sweep clean,τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8
, Artem.2.33, cf. A.D.Synt.253.7:—[voice] Pass.,οἶκος σεσαρωμένος Ev.Matt.12.44
, etc.: metaph., to be swept clean, exhausted, PGiss.11.19 (ii A.D.).II [voice] Pass., of the thing swept,κῦμα.. μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Lyc.389
. Rejected by Phryn.63.
См. также в других словарях:
σαρώνω — σαρῶ, όω, ΝΑ, και σαροννύω Α 1. σκουπίζω, καθαρίζω το έδαφος ή το δάπεδο («οἶκος σεσαρωμένος», ΚΔ) 2. μτφ. παρασύρω, καταστρέφω, εξαφανίζω («ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα») νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διενεργώ σάρωση 2. μτφ. συγκεντρώνω («σάρωσε όλα τα… … Dictionary of Greek